ολοος

ολοος
    ὀλοός
    эп. ὀλοιός 3, редко 2
    1) несущий гибель, губительный
    

(Κήρ, Ἀχιλλεύς, πόλεμος, μάχης πόνος, πῦρ, Hom.)

    ὀλοὰ φρονεῖν Hom. — замышлять гибель

    2) убийственный, ужасный, страшный
    

(γόος, μῆνις, φόβος, νύξ, ὀδμή Hom.; τύχαι, νιφάς Aesch.)

    3) погибший
    

(ὀλοὸν ἀπολείπειν τινά Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ολοος" в других словарях:

  • ὀλοός — destructive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολοός — (I) ὀλοός και ὀλοιός και ὀλος, ή, όν και οὐλοός και ὀλώϊος και ὀλοίϊος, ον (Α) 1. θανατηφόρος, ολέθριος, καταστρεπτικός («θεῶν ὀλοώτατε πάντων», Ομ. Ιλ.) 2. (σπαν. με παθ. σημ.) κατεστραμμένος, χαμένος («ὀλοοὺς ἀπέλειπον Τυρίας ἐκ ναὸς ἔρροντας» …   Dictionary of Greek

  • ὀλοά — ὀλοός destructive neut nom/voc/acc pl ὀλοά̱ , ὀλοός destructive fem nom/voc/acc dual ὀλοά̱ , ὀλοός destructive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοώτερον — ὀλοός destructive adverbial comp ὀλοός destructive masc acc comp sg ὀλοός destructive neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοῶν — ὀλοός destructive fem gen pl ὀλοός destructive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοόν — ὀλοός destructive masc acc sg ὀλοός destructive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοώτατα — ὀλοός destructive adverbial superl ὀλοός destructive neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοώτατον — ὀλοός destructive masc acc superl sg ὀλοός destructive neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοαῖς — ὀλοός destructive fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοαῖσι — ὀλοός destructive fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοαί — ὀλοός destructive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»